- πολυπτοίητος
- πολυπτόητοςtimorousmasc/fem nom sg (ionic)πολυπτοίητοςtimorousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυπτοίητον — πολυπτόητος timorous masc/fem acc sg (ionic) πολυπτόητος timorous neut nom/voc/acc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem acc sg πολυπτοίητος timorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] … Dictionary of Greek
πολυπτοίητε — πολυπτόητος timorous masc/fem voc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)